- σποράς
- σποράς, άδος, zerstreut; νησιώτην σποράδα κέκτηται βίον, auf zerstreut daliegenden Inseln; u. so von Inseln
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σποράς — άδος, η, ΝΑ, και σποράς, άδος, ὁ, Α (το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Σποράδες ονομασία διαφόρων διάσπαρτων νησιών μας τα οποία από γεωγραφική άποψη εξετάζονται κατά ομάδες («Βόρειες Σποράδες») αρχ. 1. (στον εν., μόνον με περιληπτ. ουσ., όπως… … Dictionary of Greek
σποράς — σπορά̱ς , σπορά sowing fem acc pl σποράς scattered masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπορᾶς — σπορά sowing fem gen sg (attic doric aeolic) σπορᾶ̱ς , σποράζω scatter fut ind act 2nd sg (doric) σπορεύς sower masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδα — σποράς scattered masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδας — σποράς scattered masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδες — σποράς scattered masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσι — σποράς scattered masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσσι — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδεσσιν — σποράς scattered masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδι — σποράς scattered masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σποράδος — σποράς scattered masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)